λαζουρίτης

λαζουρίτης
ο
(ορυκτ.) σπάνιο θειοπυριτικό και αργιλοπυριτικό ορυκτό τού νατρίου και τού ασβεστίου με βαθύ κυανό ή ιώδες κυανό χρώμα που αποτελεί συστατικό τού ημιπολύτιμου λίθου λάπις λάζουλι και που χρησιμοποιείται για την κατασκευή κοσμημάτων και ως βάση για την παρασκευή τής χρωστικής κυανό τής ουλτραμαρίνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. lazurite < μσν. λατ. lazur (< αραβ. lāzaward), + κατάλ. -ite. Η λ. μαρτυρείται από το 1889-1898 στο Εγκυκλοπαιδικόν Λεξικόν].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κύανος — ο (AM κύανος, ο, η Α και κυανός) βαθυκύανη, σκούρα μπλε χρωστική ουσία, με την απόχρωση και τη στιλπνότητα τού λαζουρίτη μσν. αρχ. το βαθυκύανο, κυανόμαυρο στιλπνό χρώμα αρχ. 1. ο λαζουρίτης λίθος, από τη σκόνη τού οποίου κατασκεύαζαν χρωστική… …   Dictionary of Greek

  • λαζούρι — το (Μ λαζούριον και λαζούριν) 1. ημιπολύτιμος λίθος με κυανό χρώμα, ο λαζουρίτης 2. συνεκδ. το κυανό χρώμα νεοελλ. νήμα χρωματισμένο με ανεξίτηλο κυανό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. λαζούριον < αραβ. (al ) lāzaward < περσ. lājward, lāzhward = lapis… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”